- ψαλόν
- Α(κατά τον Ησύχ.) είδος χαλινού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. ψάλλω «σφίγγω, πιάνω, τραβώ» δεν θεωρείται πιθανή. Κατ' άλλη άποψη, το θ. ψαλ- τού τ. έχει προέλθει με αντιμετάθεση τών αρκτικών συμφ. από το θ. σπαλ-, που ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ΙΕ ρίζας *sp-el-, συγγενή τής ρίζας *sp-er- (πρβλ. σπεῖρα). Η μαρτυρία, ωστόσο, τού τ. ψαλόν ήδη στη Μυκηναϊκή (pasaro με σημ. «πόρπη, σκουλαρίκι, ζωστήρας ξίφους») αντιστρατεύεται μια τέτοια ερμηνευτική προσπάθεια αντιμετάθεσης τών σπ- σε ψ-, εκτός τού ότι παρόμοιο φωνητικό φαινόμενο δεν παρατηρείται σε άλλη περίπτωση στην αττ. διάλεκτο. Ο τ. ψαλόν φέρεται ως αρχαιότερος μιας ευρείας οικογένειας λ. τής τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ψάλιον / ψέλιον / ψίλιον, ψαλίς /ψελίς / σπαλίς, σπαλίων), δηλωτικής αντικειμένων ή κατασκευασμάτων, με κύριο χαρακτηριστικό το στρογγυλό, κυλινδρικό τους σχήμα].
Dictionary of Greek. 2013.